Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Ο «Ευκαρπίδης» του χθες και του σήμερα

Κάποιες φορές τα ονόματα μεγαλώνουν τόσο που δραπετεύουν από τους κατόχους τους και γίνονται τοπωνύμια, δρόμοι, πλατείες, μέγαρα και στάδια. Στην περίπτωσή μας ένα όνομα αποκτά παράλληλες χρήσεις αλλά μια, μοναδική, «γεωγραφική» αναφορά. Είναι τόπος συνάντησης ανθρώπων και αναμνήσεων. Αφορά όλους αυτούς που ζουν στην πόλη. Είναι κάτι κοινό, κάτι δικό μας, αυτονόητο και αυθύπαρκτο!

Ήμουν στου «Ευκαρπίδη» λοιπόν ένα Σαββάτο πρωί και είχα απέναντί μου τον κύριο Βασίλη Ευκαρπίδη. Έναν κομψό και ντελικάτο, ευγενέστατο και φιλικό κύριο. Είχε έναν αέρα κοσμοπολίτικο στις κινήσεις και στην εκφορά του λόγου, που απόμενε να αναμετρηθεί με την ουσία της συνάντησή μας. Με άνεση και σιγουριά, πρόβαλε αργά και καθαρά, εικόνες της ζωής του στην οθόνη της μνήμης. 

«Μια Κυριακή του Νοέμβρη του 1955 κάνουμε πρεμιέρα με το Ασημένιο δισκοπότηρο, μια αμερικάνικη ταινία θρησκευτικού περιεχομένου που είχε πρωταγωνιστή τον PaulNewman. Τα έσοδα της ταινίας είχαν αποδέκτη τη μητρόπολη Κατερίνης. Οι εργασίες θεμελίωσής του κινηματογράφου ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1952».

«Γιατί ένας γιατρός, σαν τον πατέρα σας, να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, κύριε Ευκαρπίδη;».

«Έλα ντε! Ο πατέρας μου ήθελε να κάνει κάτι για την Κατερίνη. Όταν κάποτε τον ρώτησα, γιατί δεν το προσπάθησε στη Θεσσαλονίκη, μου απάντησε ότι το θεωρούσε ηθική υποχρέωση, αφού εδώ ανδρώθηκε επαγγελματικά. Ήταν “ερωτικός” ο μπαμπάς, του άρεσε να φιλοσοφεί, να βλέπει τα πράγματα αλλιώς. Και η μητέρα μου η Ευτυχία Κολοβού ήταν γιατρός, οδοντίατρος, από τις ελάχιστες σε όλη την Ελλάδα. Ο πατέρας μου ο Κωνσταντίνος Ευκαρπίδης ήταν ο πρώτος κλινικάρχης της πόλης. Η κλινική του βρίσκονταν στην Παναγή Τσαλδάρη 25.
 Στο ισόγειο ήταν το οδοντιατρείο της μητέρας μου, το σπίτι μας στον 1ο και η χειρουργική-μαιευτική κλινική στον 2ο όροφο. Από τους γιατρούς που πέρασαν θυμάμαι τον κ. Γεράκη και τον ο κ. Θωμαϊδη. Κατά την διάρκεια του πολέμου ο πατέρας μου υπηρετούσε στο νοσοκομείο του Λευκού Πύργου ως στρατιωτικός γιατρός. Θυμάμαι την μητέρα που μας περιέγραφε την αγωνία της, όταν στην διάρκεια του εμφυλίου, μετά το ΄45, χτυπούσαν το κουδούνι ζητώντας τον πατέρα μου να περιποιηθεί έναν πληγωμένο σε κάποιο χωριό. Ο πατέρας μου σπούδασε στην Αθήνα μόνος του ενώ παράλληλα δούλευε. Έφυγε στα 19 του με καράβι από την Οδησσό της Ρωσίας για τον Πειραιά. Η καταγωγή του ήταν από την Κερασούντα του Πόντου. Ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του και πάντα αναφερόταν σε όσα υπέφεραν εκεί οι Έλληνες. Ο παππούς μου, ο Θόδωρος Ευκαρπίδης, ήταν φαρμακοτρίφτης. Η γιαγιά μου η Ελισάβετ, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ήταν αυτή που μας έμαθε και τα ποντιακά. Η μητέρα μου ήταν από την Ήπειρο. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκαν εδώ στην Κατερίνη».

«Η κατασκευή του κινηματογράφου μας αρχιτεκτονικά ήταν κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή. Να φανταστείς 850 τ.μ χωρίς κολώνα. Ερχόντουσαν μηχανικοί από την Αθήνα να παρακολουθήσουν το όλο εγχείρημα. Μηχανικός του έργου ήταν ο Βασίλειος Ζέρβας από τη Θεσσαλονίκη και οι αδελφοί Κωτούλα από την Κατερίνη ήταν οι εργολάβοι κατασκευαστές. Θυμάμαι τα σίδερα που έρχονταν από το Βέλγιο, φορτωμένα σε διπλές νταλίκες, ότι είχαν πολύ μεγάλη διάμετρο τομής έτσι ώστε να επιτύχουν αυτήν την ιδιαίτερη πλαισιωτή κατασκευή. Όταν τελείωσε είχε χωρητικότητα μαζί με τον εξώστη 960-970 καθημένων, ενώ με τους όρθιους έφτανε στα 1.200 άτομα Το οικόπεδο των 900 τ.μ περίπου στο οποίο χτίστηκε ο κινηματογράφος ήταν των αδελφών Ζάννα. Όλη αυτή η τοποθεσία, το περιβολικό όπως λεγόταν, ήταν δική τους. Μικροί βρίσκαμε κάλυκες ολόγυρα, ενώ θυμάμαι και στρατιωτικά κτίσματα, σαν πολυβολεία, που υπήρχαν στην περιοχή και αργότερα γκρεμίστηκαν».

«Με το εμπορικό κομμάτι της λειτουργίας του κινηματογράφου ο πατέρας μου δεν ασχολήθηκε ποτέ. Πρώτος διευθυντής ήταν ο Κατερινιώτης Βασίλης Γατσιός, σαν μηχανικός και υπεύθυνος, ενώ μετά προσέλαβε τον Βασίλη Παπαδόπουλο από την Σκύδρα, πρόεδρο αργότερα της Κ.Ε.Β.Ε (Κινηματογραφική Ένωση Β. Ελλάδος). Ήταν ένας αξιόλογος άνθρωπος, ο οποίος υπήρξε και μέντοράς μου αφού ήταν αυτός που μ’ έκανε να αγαπήσω το σινεμά. Ζωντάνεψε με την παρουσία του την λειτουργία και την μορφή του κινηματογράφου, στον οποίον έμεινε πολλά χρόνια, ώσπου παντρεύτηκε την ξαδέλφη μου που ήταν η ταμίας και μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη. Τότε εγώ, μαθητής της τελευταίας τάξης του γυμνασίου, ανέλαβα το πρόγραμμα, να πηγαίνω δηλαδή στην Θεσσαλονίκη, να βλέπω αντιπροσώπους, να κλείνω ταινίες. Αν και είχα πολύ μικρή πείρα, είχα όμως μεγάλη αγάπη για το χώρο».

«Μου ζητάς να σου αναφέρω σταθμούς στην λειτουργία του χώρου. Τυχαία και μόνο θα σου πω τα εξής. Συναυλία Καζαντζίδη - Μαρινέλλας, με τη δεύτερη στα πρώτα χρόνια της δίπλα στον μεγάλο τραγουδιστή. Νίκος Ξανθόπουλος … όταν ερχόταν γινόταν το αδιαχώρητο. Συναυλίες Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, πιο πρόσφατα βέβαια. Φωτόπουλος - Ηλιόπουλος, χρονολογικά δεν θα τ’ αναφέρω. Το Μεγάλο μας Τσίρκο με την Καρέζη και τον Καζάκο. Θυμάμαι τον Καζάκο που απορούσε γιατί οι καλύτερες θέσεις ήταν στην πλατεία και όχι στον εξώστη. Τόσο εξαιρετική θέα είχε προς την σκηνή. Λογοθετίδης, Σταυρίδης, Αυλωνίτης, Κωνσταντάρας, Βλαχοπούλου. Επιθεωρήσεις που καθόντουσαν μια εβδομάδα και ανέβαζαν τρία έργα για να προσελκύσουν τους ίδιους ουσιαστικά φίλους του θεάτρου. Δευτέρα- Τρίτη ένα έργο, Τετάρτη-Πέμπτη άλλο έργο, Παρασκευή -Σάββατο τρίτο έργο. Η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ πέρασαν πολλές φορές. Να σου το πω αλλιώς, όποιο παλιό όνομα θυμάσαι του ελληνικού θεάτρου έχει περάσει. Κατράκης…! Ένα σημαντικό κομμάτι ήταν και τα παραδοσιακά (ποντιακά και θρακιώτικα) που ερχόντουσαν. Κάθε χρόνο είχαμε δυο-τρείς παραστάσεις, συνήθως Κυριακή πρωί και γινόταν το αδιαχώρητο. Στις περιοδείες τους τα θεατρικά μπουλούκια του ΄50 και του ΄60 ερχόντουσαν από Αθήνα και συνέχιζαν για την Βέροια. Αν θυμάσαι την ταινία Ο Θίασος του Αγγελόπουλου, έτσι ήταν. Μαζευόντουσαν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα και μένανε στα ξενοδοχεία Εμπορικό, εκεί που είναι σήμερα η Εθνική Τράπεζα και Μητρόπολη, στη γωνία της Πλατείας με την οδό Παναγή Τσαλδάρη. Εξάλλου δεν σταματήσαμε ποτέ να φιλοξενούμε θεατρικές ομάδες. Κάθε χρόνο παίζονται 4-5 παραστάσεις».

«Η εικόνα του σινεμά ήταν μια εικόνα μαγική. Έμπαινες και μαγευόσουν από την τεράστια οθόνη. Τα φώτα χαμηλώνανε και πάντα πριν από την προβολή είχαμε κάποια μικρά φιλμ ασπρόμαυρα, όπως λίγο Χοντρός-Λιγνός, το Τρίο Στούντζες, Διεθνή Επίκαιρα και άλλα. Τα πρώτα χρόνια προβάλλονταν μια ταινία ανά εισιτήριο, αλλά αργότερα ο Βασίλης Παπαδόπουλος καθιέρωσε την προβολή δυο ταινιών ανά εισιτήριο. Αυτό έδωσε μια δυναμική, αφού μπορούσες να έχεις απήχηση σε μεγαλύτερη μερίδα θεατών. Ήταν μια πλήρης έξοδος αφού οι προβολές κρατούσαν τρείς - τέσσερεις ώρες. Και φυσικά δεν υπήρχε η αρχή της προβολής, αφού ο θεατής μπορούσε να μπαίνει στα τελευταία δέκα λεπτά και μετά να κάθεται και να την βλέπει πάλι από την αρχή. Στην δεκαετία του ΄60 οι προβολές ξεκινούσαν στις 11:30 το πρωί και τελείωναν στις 12:00 το βράδυ. Ήταν τότε με τις ταινίες του Ξανθόπουλου, της Βουγιουκλάκη, το ΟΧΙ, οι Γενναίοι του Βορρά, Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο και άλλα πολλά. Το ρεκόρ ήταν περίπου 3.500 εισιτήρια σε μια ημέρα. Κάποια στιγμή τα τούρκικα παίξανε κάποιο ρόλο στις αρχές της δεκαετίας αλλά γρήγορα τελειώσανε».

«Η περίοδος της χούντας, που ακολούθησε, ήταν ό,τι χειρότερο για τν χώρο μας με τον λαϊκισμό και τη μεγαλομανία των ιθυνόντων της δικτατορίας. Κάποτε στέρησαν από τον πατέρα μου την άδεια του θεάτρου για πολιτικούς λόγους. Να φανταστείς ερχόταν ένα θέατρο στην πόλη κι έπρεπε να πάς το σενάριο στην ασφάλεια να το λογοκρίνει κάποιος ασφαλίτης».

«Από όσους ασχολήθηκαν με τον κινηματογράφο στην Κατερίνη ο Βασίλης Γατσιός ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στον χώρο. Πίσω από αυτόν τρέχαμε όλοι, τόσο καλός και ωραίος άνθρωπος ήταν. Αυτός είχε το Ρέξ στο πάρκο, εκεί που έγινε αργότερα το Παλλάς και το Τιτάνια, στην αυλή του 4ου Δημοτικού Σχολείου. Σ, ένα μαγικό σινεμά με τις τεράστιες αφίσες των 4-5 μέτρων, πολύ προχωρημένος. Όταν τα πλακάτ ήταν ζωγραφιστά ο Γατσιός τα έκανε μονάχος του. Θυμάμαι μια κάποια συνεργασία που είχε ο πατέρας μου για αυτά, με τον ζωγράφο τον Πίπερ. Ο Παπαδόπουλος είχε τα Διονύσια και ο Τίγκας το Ρίο. Ο Γιώργος Θεοδοσόπουλος, που είχε τη Σόνια, πέρασε κι αυτός ένα φεγγάρι από τον Ευκαρπίδη, σαν μηχανικός. Τη Σόνια είχα επίσης κι εγώ για πολλά χρόνια, ενώ με τον Γιώργο Τίγκα είχα την συνεκμετάλλευση του θερινού Λούξ. Επίσης παράλληλα με τον Ευκαρπίδη λειτούργησα τα θερινά Αστέρια, καθώς επίσης και τον θερινό Όαση. Όλη η ζωή μου είναι σινεμά. Ξέρεις πόσο ωραίο είναι να δένεις το επάγγελμά σου με αυτό που αγαπάς; Περνάει η ζωή σου πολύ όμορφα κι εγώ το σινεμά το αγάπησα όπως και το θέατρο».

«Πότε έκλεισα το σινεμά; Ναι…(κοντοστέκεται), τον Σεπτέμβριο του 1977 μισθώνω το Παλλάς για τέσσερα χρόνια, κλείνοντας τον Ευκαρπίδη και δημιουργώντας έτσι μια μονοπωλιακή δυναμική στην επιλογή ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Μετά από μια μεγάλη ανακαίνιση λειτουργώ πάλι τον Ευκαρπίδη τον Σεπτέμβριο του 1984».

«Με ρωτάς για τις κρίσεις που πέρασε το Σινεμά! Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 περνάμε την πρώτη κρίση με την εξάπλωση της τηλεόρασης. Χάνονται πάρα πολλές αίθουσες. Η σταθεροποίηση, με τάσεις ανόδου, εμφανίζεται αμυδρά στα τέλη της δεκαετίας. Η δεύτερη, πολύ πιο ήπια κρίση, εμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με το videoκαι την βιντεοκασέτα». 

«Και η τελευταία κρίση είναι γύρω στο 1992-93 που τα εισιτήρια έχουν πάρει τέτοιο κατήφορο που δεν αντέχεται άλλο και σκέφτεσαι ότι έχει φτάσει το τέλος. Έχουν κλείσει όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι και είμαι μόνος. Σε όλη την Ελλάδα κλείνουν και στην επαρχία διατηρούνται μερικοί, αποκλειστικά από το μεράκι του ιδιοκτήτη τους. Κάποια στιγμή μου γίνεται μια πρόταση από τον Δήμαρχο, τον Μενέλαο Τερζόπουλο, να αγοράσει τον χώρο ο Δήμος προκειμένου να γίνει πολιτιστικό κέντρο και μάλιστα με πολύ καλό τίμημα. Αμφιταλαντεύτηκα αλλά τελικά δε συμφώνησα. Και μετά από λίγο έρχεται μια δεύτερη πρόταση από την Νομάρχη Πιερίας την κ. Αρσένη, για τον ίδιο σκοπό. Πάλι δε δέχτηκα γιατί υπήρχε πάντα το δέσιμό μου με το χώρο. Υπήρχε βλέπεις και η πλήρης άρνηση της οικογένειας. Τότε κάνω μια κίνηση που απεδείχθη πολύ έξυπνη. Ανοίγω το κλάμπ Mercedes μαζί με δύο συνεργάτες. Είχαμε ήδη μαζί το roofgarden και είχαμε δεθεί σαν ομάδα. Το Mercendes άφησε εποχή για τα πέντε χρόνια που λειτούργησε.. Δυο μήνες μετά την έναρξη του κλαμπ αρχίζω να λειτουργώ παράλληλα και το σινεμά. Είχαμε καθίσματα σκηνοθέτη που τα απλώναμε και τα μαζεύαμε. Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή κλαμπ και τις καθημερινές κινηματογράφος με το τραπεζάκι σου, τον καφέ σου, το ποτό σου, το τσιγάρο σου … είχε μια άνεση πρωτόγνωρη. Μπορεί να μην είχε την τέλεια εικόνα και ήχο, αλλά ήταν αξιοπρεπής και κρατήθηκε έτσι λίγο ζωντανό το σινεμά στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Το 1998 που τελειώνει η εποχή του κλαμπ, ανοίγω πάλι τον κινηματογράφο και κάποια στιγμή, για έναν χρόνο περίπου, μετατρέπω τον εξώστη σε δεύτερη αίθουσα». 

«Και ξαφνικά γύρω στο 2002 πέφτουν βροχή οι προτάσεις από μεγάλα supermarket όπως ο Μαρινόπουλος που μου ζητάν το χώρο. Τότε κάνω μια καλή κίνηση, δημιουργώντας στο ισόγειο μεγάλο χώρο για εμπορική εκμετάλλευση και στους ορόφους δυο πολύ καλές αίθουσες. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτές γιατί διαθέτουν ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Ελλάδα αυτήν την στιγμή σε εικόνα και ήχο. Οι δυο μηχανές μου είναι ψηφιακές, αφού το φιλμ οδεύει προς το τέλος του. Το παλιό roofgarden επίσης αξιοποιήθηκε αφού έγινε ένας χώρος ψυχαγωγίας με οκτώ διαδρόμους bowling, 2 μπιλιάρδα, 2 τραπέζια πινγκ-πονγκ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, καφέ για παιδικά γενέθλια και άλλες εκδηλώσεις. Η Κινηματογραφική Λέσχη, επίσης, βρήκε τον χώρο της εδώ. Οι άνθρωποι της Λέσχης δέσανε την εμπορικότητα με την ποιότητα, πράγμα που της έδωσε μια ώθηση και τα εισιτήριά της αυξήθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια δεν σταματήσαμε να φιλοξενούμε θεατρικές παραστάσεις». 

«Με ρωτάς για το σήμερα. Η βαθιά κρίση που περνάει η ελληνική κοινωνία τον άγγιξε το σινεμά, αλλά όχι στο σημείο να αποβεί μοιραία. Έχουμε μια μείωση εισιτηρίων γύρω στο 15-20%, ικανή να απορροφηθεί από τον επιχειρηματία όμως, ώστε να μην αναγκαστεί να προβεί σε μειώσεις προσωπικού και μισθών. Χαμηλώσαμε αισθητά τις τιμές των εισιτηρίων, κάνουμε προσφορές με οικογενειακά πακέτα και από εκεί και πέρα είναι και ευθύνη του καθενός πως θα διαχειριστεί την δουλειά του. Γενικά πάντως ο κλάδος δεν πρέπει να έχει παράπονο. Ταυτόχρονα παραμένει η πιο φτηνή διασκέδαση με τα εισιτήρια των 5-6 και 7 ευρώ. Είναι παράλληλα θέμα επιχειρηματία. Το κάθισμά σου πρέπει να είναι αναπαυτικό, ο χώρος σου ζεστός, η εικόνα ζωντανή και ο ήχος τέλειος. Εναρμόνισα αρχικά την αίθουσα 1 και ύστερα και την 2 στην ψηφιακή εποχή από την πρώτη στιγμή κι έτσι οι προβολές μου γίνονται συγχρόνως με την Ευρώπη και την Αμερική. Χαίρομαι πολύ για αυτά που πετύχαμε και αναφέρομαι συνολικά στην οικογένειά μου. Έχω δυο κορίτσια κι ένα γιο. Τα κορίτσια αγαπούν ιδιαίτερα το σινεμά ενώ ο γιός μου ασχολείται περισσότερο με τον χώρο του ΝΕΤ και του bowling. Και να ξέρεις ότι δεν μας ενδιαφέρει μόνο το οικονομικό αποτέλεσμα, αφού προωθούμε πολιτισμό και θέλουμε να έχει απήχηση».

Κουβαλώντας τις εικόνες που μου χάρισε ο κύριος Βασίλης, κατεβαίνουμε μαζί τα σκαλιά και ανανεώνουμε το ραντεβού μας για τότε που θα έχουν τυπωθεί οι λέξεις στο χαρτί. Παίρνοντας τον δρόμο για την πλατεία, γυρνάω την πλάτη μου και ρίχνω μια ματιά στο «πεντάγραμμο», τις μεγάλες, κάθετες, πολύχρωμες, φωτεινές στήλες του Ευκαρπίδη, που είναι πάντα εκεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Homesweethome.!! 


Γράφει ο Γιάννης Χ. Ποικιλίδης


Δημοσιεύτηκε στον ΑντίΛογο Πιερίας στις 16/05/2014.

 
Developed by electro-net.gr